φώναγμα

Greek Monolingual

το, Ν φωνάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φωνάζω, αναφώνηση, ξεφωνητό
2. κλήση, κάλεσμα, ιδίως μεγαλόφωνο.