Sup. of φώρ (q.v.).
φώρτατος: ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.
-άτη, -ον, Ααυτός που κλέβει συχνά, κλέφταρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ, φωρός «κλέφτης» + κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].