φώρτατος

English (LSJ)

Sup. of φώρ (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

φώρτατος: ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
αυτός που κλέβει συχνά, κλέφταρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ, φωρός «κλέφτης» + κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].