κλέφταρος
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
Greek Monolingual
ο
επιτήδειος κλέφτης, μεγάλος απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + μεγεθ. κατάλ. -αρος, πρβλ. κορίτσαρος, παίδαρος].