κλέφταρος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
ο
επιτήδειος κλέφτης, μεγάλος απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + μεγεθ. κατάλ. -αρος, πρβλ. κορίτσαρος, παίδαρος].