φῶκος

English (LSJ)

ὁ, = φώκαινα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ, = φώκαινα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φῶκος: ὁ, = φώκαινα, «φῶκος· κῆτος θαλάσσιον ὅμοιον δελφῖνι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) φώκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φώκη κατά τα αρσ. σε -ος].