φώκη
English (LSJ)
ἡ, seal, esp. Phoca monachus, φ. νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης Od.4.404; φ. ζατρεφέες ib.451, cf. Ar.V.1035, Pax758 (both anap.); ἐσθῆτι χρᾶσθαι φωκέων δέρμασι Hdt.1.202.
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, die Robbe, der Seehund; Od. 4, 436. 449; h. Apoll. 77; Her. ἐσθῆτι χρᾶσθαι φωκέων δέρμασι 1, 202; Ar. Vesp. 1035 Pax 742.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
phoque, veau marin, animal.
Étymologie: DELG étym. obscure, pê de φῦσα (souffler comme un phoque) ou emprunt.
Russian (Dvoretsky)
φώκη: ἡ тюлень Hom., Her., Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φώκη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ «φώκια», πιθανῶς, Phoca monachus (ἐπειδὴ τοῦτο τὸ εἶδος εἶναι σύνηθες ἐν τῇ Μεσογείῳ θαλάσσῃ), φ. νέποδες (ἴδε τὴν λέξ.), Ὀδ. Δ. 404· ζατρεφέες αὐτόθι 451· παροιμιώδης κατέστη ἡ ὀσμὴ αὐτῶν, πρβλ. Ὀδ. Δ. 406 πρὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1035, Εἰρ. 742· ἐσθῆτι χρᾶσθαι φωκέων δέρμασι Ἡρόδ. 1. 202.
English (Autenrieth)
seal. (Od.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ
ζωολ. η φώκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ. που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα p(h)ŭ-, η οποία αποτελεί προϊόν ονοματοποιίας (βλ. λ. φῦσα) και έχει σχηματιστεί πιθ.από μια μορφή phōu- της ρίζας με επίθημα -κη (πρβλ. θήκη). Είναι πιθανό, ωστόσο, να πρόκειται και για δάνεια λ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. phōkā, phōcē) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. phoque)].
Greek Monotonic
φώκη: ἡ, φώκια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
φώκη: {phṓkē}
Grammar: f.
Meaning: Robbe, Seehund (Od., Hdt., Ar.).
Derivative: Daneben φώκαινα f. Bez. eines delphinähnlichen Seetieres, ‘Tümmler ?’ (Arist.; nach φάλλαινα, ausführlich Thompson s.v.); φῶκος· κῆτος θαλάσσιον ὅμοιον δελφῖνι H. (cod. κῆπος -ιος -ιος); φωκίς f. N. eines Fisches (Gal.), auch Art Birne (Thphr., Ath.; nach der Form).
Etymology: Isoliert. Von Prellwitz, Bq u.a. zu φῦσα usw. (s.d.) gezogen.
Page 2,1057
Mantoulidis Etymological
ἡ (=ἡ φώκια). Ἴσως ἠχοποίητη λέξη.