χάζεμα

Greek Monolingual

το, Ν χαζεύω
1. το να γίνεται κανείς χαζός
2. μτφ. α) το να χαζεύει κανείς, να βλέπει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον, να χάνει άσκοπα τον χρόνο του
β) το να απολαμβάνει κανείς μια θέα.