η, Ν1. χαλασμός, καταστροφή2. χάλασμα, γκρεμισμένο τμήμα σε τοίχο3. φρ. «μού έκανε χαλάστρα» — μού χάλασε, μού ανέτρεψε τα σχέδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + κατάλ. -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].