χαλίνωσις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1328] εως, ἡ, das Zäumen od. Aufzäumen, Xen. equ. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de brider.
Étymologie: χαλινόω.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλίνωσις: εως ἡ взнуздывание Xen.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλίνωσις: -εως, ἡ, τὸ χαλινοῦν, Ξεν. Ἱππ. 3, 11, Πολυδ. Α΄, 184.
Greek Monotonic
χᾰλίνωσις: [ῖ], -εως, ἡ, χαλίνωμα, σε Ξεν.
Middle Liddell
χᾰλίνωσις, εως,
a bridling, Xen.