χαλινόω

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῑνοω Medium diacritics: χαλινόω Low diacritics: χαλινόω Capitals: ΧΑΛΙΝΟΩ
Transliteration A: chalinóō Transliteration B: chalinoō Transliteration C: chalinoo Beta Code: xalinow

English (LSJ)

A bridle or bit a horse, X.Cyr.3.3.27, An.3.4.35, HG7.2.21:—Pass., Id.Eq.5.1, Plb.3.65.6, etc.
II metaph., curb, bridle, check, τὴν ναῦν Philostr.VA3.23; φόβον, ἐπιθυμίαν Epicur.Fr.485; τὴν ὀργήν, τὸν θυμόν, Ps.-Phoc.57, Them.Or.34p.454Dind.; τὸ φιλόφωνον καὶ λάλον Plu.2.967b; τὴν ἀλογίαν Hierocl. in CA8p.431M.; τὴν ἑαυτῶν ἀπληστίαν Lib.Or.47.35:—Pass., to be bridled, curbed, τῇ φρουρᾷ καὶ τοῖς ὁμήροις Plu.Arat.38; ὑπὸ τοῦ λόγου Philostr.VA4.30: abs., to be tongue-tied, Hp.Mul.1.2.

French (Bailly abrégé)

χαλινῶ :
soumettre au frein, acc..
Étymologie: χαλινός.

German (Pape)

[ῑ], zäumen; Xen. An. 3.4.35, Cyr. 3.3.27; Pol. 10.32.6.

Russian (Dvoretsky)

χᾰλῑνόω:
1 взнуздывать (τὸν ἵππον Xen., Polyb., Plut.);
2 обуздывать, умерять (τινα и τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῑνόω: μέλλ. -ώσω, χαλινώνω, «περνῶ» τὸν χαλινὸν εἰς ἵππον, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 3, 27, Ἀν. 3. 4, 35, Ἑλλ. 7. 2, 21· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 5. 1, Πολύβ. κλπ. ΙΙ. μεταφορ., περιορίζω, ἀναχαιτίζω, τὴν ναῦν Φιλόστρ. 114· τὴν ὀργήν, τὸν θυμὸν Ψευδοφωκυλ. 57, Θεμίστ. κλπ.· τὸ φιλόφωνον καὶ λάλον Πλούτ. 2. 967Β. ― Παθ., ἀναχαιτίζομαι, περιορίζομαι, ὑπὸ τοῦ λόγου Φιλόστρ. 170, πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 38· ἀπολ., δένεται ἡ γλῶσσά μου, ἀδυνατῶ νὰ ὁμιλήσω, Foës Oec. Hipp.

Greek Monotonic

χᾰλῑνόω: μέλ. -ώσω, χαλινώνω ή βάζω χαλινάρι σε άλογο, σε Ξεν.

Middle Liddell

to bridle or bit a horse, Xen.

Chinese

原文音譯:calinagwgšw 哈林-阿哥給哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:馬嚼-帶領
字義溯源:作馴馬師,控制,壓抑,以嚼環和馬勒控制(馬匹),馬勒,勒住;由(χαλινός)=馬勒)與(ἄγω)*=帶領)組成,其中 (χαλινός)出自 (χαλάω)=放下,而 (χαλάω)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂口)
出現次數:總共(2);雅(2)
譯字彙編
1) 勒住(2) 雅1:26; 雅3:2