χαλαζογαμία

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. μέθοδος γονιμοποίησης στα σπερματόφυτα κατά την οποία ο γυρεοσωλήνας φθάνει στον σπερματικό πυρήνα όχι μέσω της μικροπύλης της σπερμοβλάστης αλλά διά μέσου του πλακούντα και της χάλαζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalazogamy < χάλαζα + γάμος + κατάλ. -ία].