πυρήνα

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

η, Ν
κοκκοειδής καύσιμη ύλη που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών πυρήνων τών καρπών της ελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήν, -ῆνος, με αλλαγή γένους κατά το ελιά].