χαλαργός

English (LSJ)

χαλαργόν, Dor. for χηλαργός.

German (Pape)

[Seite 1326] dor. = χηλαργός, schnellfüßig, weißfüßig, Soph.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
aux sabots agiles : ἄμιλλαι SOPH courses de chevaux aux sabots agiles.
Étymologie: dor. p. *χηλαργός, de χηλή, ἀργός.

Russian (Dvoretsky)

χᾱλαργός: дор. быстроногий: χαλαργοῖς (v.l. χαλάργοις) ἐν ἁμίλλαις Soph. в состязании быстроногих коней.

Greek (Liddell-Scott)

χᾱλαργός: -όν, Δωρ. ἀντὶ χηλαργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
(δωρ. τ.) βλ. χηλαργός.

Greek Monotonic

χᾱλαργός: -όν, Δωρ. αντί χηλαργός.

Middle Liddell

χᾱλαργός, όν [doric for χηλαργός.]