χαλκέα

Greek Monolingual

ἡ, Μ
είδος πρασινωπής σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -έα (πρβλ. ιτέα, συκέα). Το όν. της σαύρας προήλθε από το χρώμα του οξειδωμένου χαλκού].