χαλκίαν

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίαν: εἰκόνα, (= χαλκῆν), Ἐπιγρ. Κύμης τῆς Αἰολίδος, CIG. 3524. Αὐτόθι ἀνεγνώσθησαν καὶ τὰ μαρμαρίαν, χρυσίαν (= μαρμαρέην, χρυσέην, ῆν) Οὕτω καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ πλεονάκις τὸ χάλκιοι. Bul. de cor. hel. IV. σ. 89, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

Α
φρ. «χαλκίαν εἰκόνα» — χαλκῆ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί του τ. χαλκῆ.