και χαλυβώνω Ν
1. μεταβάλλω τον σίδηρο σε χάλυβα
2. ενισχύω μεταλλικό αντικείμενο με χάλυβα
3. μτφ. δυναμώνω, ενισχύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας. Ο τ. χαλυβδώνω, κατ' επίδραση του μόλυβδος. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβῶ, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].