χαμαισύκινος

English (LSJ)

η, ον, v. χαμαισύκη.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, μα
αυτός που παρασκευάζεται από καρπούς του φυτού χαμαισύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαισύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχινος)].