Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαμαισύκη

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαισύκη Medium diacritics: χαμαισύκη Low diacritics: χαμαισύκη Capitals: ΧΑΜΑΙΣΥΚΗ
Transliteration A: chamaisýkē Transliteration B: chamaisykē Transliteration C: chamaisyki Beta Code: xamaisu/kh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,
A thyme spurge, Euphorbia Chamaesyce, Dsc.4.169, Plin.HN24.134: Adj. χαμαισύκινος, η, ον, Glossaria
II = ἀστράγαλος VII, Ps.-Dsc.4.61.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαισύκη: [ῡ], ἡ, χαμηλὴ συκῆ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», «ἡ χαμαισύκη ... κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους, περιφερεῖς, ὀποῦ μεστούς· φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· καρπὸς δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις στρογγύλος» Διοσκ. 4. 170, Πλίν. 24. 83. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 564.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βοτ. είδος παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + συκῆ].

German (Pape)

ἡ, die Erdfeige, eine Art Wolfsmilch, Diosc.