[ῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with cone bush (χαμελαία), Id.5.69.
ὁ, Α(για κρασί) αρωματισμένος με χαμελαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμελαία + κατάλ. -ίτης].
ὁ, οἶνος, mit χαμελαία angemachter Wein, Diosc.