χαμελαία

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμελαία Medium diacritics: χαμελαία Low diacritics: χαμελαία Capitals: ΧΑΜΕΛΑΙΑ
Transliteration A: chamelaía Transliteration B: chamelaia Transliteration C: chamelaia Beta Code: xamelai/a

English (LSJ)

ἡ,
A cone bush, spurge olive, Daphne oleoides, Nic.Al.48, Dsc.4.171, Plin.HN15.24, 24.133.
II = θυμελαία (thymelaea, spurge flax), Dsc.4.172.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμελαία: ἡ, χαμηλὴ ἐλαία, θάμνος φρυγανώδης ἔχων κλῶνας σπιθαμιαίους καὶ φύλλα παραπλήσια πρὸς τὰ τῆς ἐλαίας, λεπτότερα δὲ καὶ πυκνά, πικρὰ δὲ τὴν γεῦσιν, Daphné oleoïdes, Διοσκ. 4. 172, Πλίν. 24. 82, Νικ. Ἀλεξιφ. 48· - χᾰμελαΐτης οἶνος, παρεσκευασμένος διὰ χαμελαίας, Διοσκ. 5. 79.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
είδος ελιάς και, ειδικότερα, είδος αειθαλούς θάμνου με πολύ χαμηλούς κλώνους και φύλλα που μοιάζουν με τα φύλλα της ελιάς, αλλά είναι πιο λεπτά και πυκνά και έχουν πικρή γεύση
αρχ.
είδος θάμνου του οποίου τον καρπό χρησιμοποιούσαν ως ισχυρό καθαρτικό, η θυμελαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ἐλαία.

German (Pape)

ἡ, der niedrige od. Zwergölbaum, eine immergrüne Strauchart; Nic. Al. 48; Diosc.