χαμόν

English (LSJ)

κάμπυλον, Hsch.; cf. χαβός.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «καμπύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον άλλο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χαβόν
καμπύλον (βλ. λ, χαβός)].