χαβός
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
χαβή, χαβόν, = καμπύλος, στενός, Hsch.; cf. χαμόν.
German (Pape)
[Seite 1324] ὁ, bei Hesych. = καμπύλος, gekrümmt. Vgl. χαμός.
Greek (Liddell-Scott)
χαβός: -ή, -όν, = καμπύλος, «χαβόν· καμπύλον, στενόν» Ἡσύχ., ὅστις μνημονεύει καὶ λέξιν χαμὸν ἣν ἑρμηνεύει «καμπύλον», πρβλ. Λατ. hamus.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «καμπύλος, στενός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που δεν απαντά σε κείμενα, αλλά παραδίδεται μόνο από τα λεξικά. Πρόκειται μάλλον για αρχ. επίθ. που δηλώνει ένα φυσικό ελάττωμα και από το θ. του οποίου έχουν σχηματιστεί τα παρωνύμια Χαβᾶς, Χάββος, Χάβης, Χαβρίας, Χαβρῖνος, Χάβων (πρβλ. κυλλός
Κυλλᾶς, Κύλλος, Κύλλων). Κατά μία άποψη, όχι όμως και πολύ διαφωτιστική για την ετυμολόγηση του τ., το επίθ. χαβός συνδέεται με τον άλλον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χάβος
κημός «φίμωτρο, καλάθι, παγίδα» και με το λατ. hāmus «άγκιστρο», ενώ ο Ησύχ. παραδίδει επίσης και τον τ. χαμόν
καμπύλον].