χαντάκι
Greek Monolingual
και σπάν. τ. χανδάκι, το, Ν
φυσική ή τεχνητή τάφρος κατάλληλη για τη διοχέτευση ή την αποστράγγιση τών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. χανδάκι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. χάνδαξ, -ακος].
και σπάν. τ. χανδάκι, το, Ν
φυσική ή τεχνητή τάφρος κατάλληλη για τη διοχέτευση ή την αποστράγγιση τών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. χανδάκι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. χάνδαξ, -ακος].