χαράδρειον

English (LSJ)

τό, poet. for χαράδρα, Nic.Th.389.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰράδρειον: τό, ποιητικ. ἀντὶ χαράδρα, Νικ. Θηρ. 389.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χαράδριον.

German (Pape)

τό, poet. statt χαράδρα, Nic. Ther. 389.