τό, Dim. of χάραξ, in plural,A = ὑποστηρίγματα, Hsch.2 χαράκιν (sic), = Lat. tessera, Glossaria.
χᾰράκιον: ὑποκορ. τοῦ χάραξ, «χαράκια· ὑποστηρίγματα» Ἡσύχ.
τὸ, ΜΑβλ. χαράκι.
τό, dim. von χάραξ, Hesych.