χαράκι

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

το / χαράκιον, ΝΜΑ, και χαράκιν ΜΑ χάραξ, -ακος]
νεοελλ.
1. χαραγματιά
2. καθεμιά από τις ευθείες που είναι χαραγμένες με χάρακα πάνω σε φύλλο χαρτιού ή σε άλλη επιφάνεια
3. εντομή στον φλοιό κλήματος
4. εντομή σε κορμό δένδρου, με σκοπό τον εμβολιασμό του
5. συνεκδ. εμβολιασμός
6. εντομή στον φλοιό δένδρου για έκρυση ρητίνης
7. βράχος, ογκόλιθος
μσν.-αρχ.
1. (ως υποκορ. του χάραξ) μικρό ραβδί για τη στήριξη τών κλημάτων
2. (στον τ. χαράκιν) κύβος, ζάρι.