χαριέστερος

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. de χαρίεις.

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ετερόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chariesterus].

Russian (Dvoretsky)

χᾰριέστερος: compar. к χαρίεις.