χαριτολογία

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του χαριτολογώ
2. χαρίτολόγημα, ευφυολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη].