Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χαριτολόγος
Greek Monolingual
-ο, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που χαριτολογεί 2. (με παθ. σημ.) αυτός που λέγεται με χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ.<χάρις, -ιτος+ -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδαΕφημερίς].