η, Ναποθήκη χαρτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + αποθήκη. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χαρταποθῆκαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].