χαρτυφάντης

English (LSJ)

χαρτυφάντου, ὁ, papyrus-weauer, i.e. maker of papyrus sheets, MAMA3.310,361 (Corycus).

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει φύλλα παπύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. ἐριοϋφάντης].