και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι2. (ειδικά) νυστάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. του ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. χασμ-ούρα (< χάσμη + κατάλ. -ούρα, πρβλ. χασούρα)].