χασούρα

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. απώλεια χρημάτων, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο
2. ζημία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του αορ. του ρ. χάνω + κατάλ. -ούρα (πρβλ. κλεισούρα, φαγούρα)].