χεδροπώδης

English (LSJ)

χεδροπῶδες, like χεδροπά, φύσις Phaniasap.Ath.9.406c.

German (Pape)

[Seite 1341] ες, von der Art, der Beschaffenheit od. dem Ansehen der Hülsenfrüchte, φύσις, Ath. IX, 406 c.

Greek (Liddell-Scott)

χεδροπώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς χέδροπας, χεδροπώδης φύσις Φανίας παρ’ Ἀθην. 406C.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α χεδροπά
όμοιος με όσπριο.