χειλόποδα

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. ομοταξία δηλητηριωδών σαρκοφάγων μυριαπόδων, τών κοινώς γνωστών ως σαρανταποδαρούσες, με 3.000 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chilopoda < χείλος + πούς, ποδός].