Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χειμήβοτος
Greek Monolingual
Α (κατά τον Ησύχ.) «χειμερινή ώρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. του οποίου το α' συνθετικό χειμη- (αντί τών αναμενόμενων χειμα- ή χειμο-, βλ. λ.χειμώνας) ανάγεται στη λ. χεῖμα, ενώ το β' συνθετικό -βοτος στο ρ. βόσκω (πρβλ.μηλόβοτος, πολύβοτος)].