χειράφετος

English (LSJ)

v. emancipatus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1344] freigelassen, das lat. manumissus, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χειράφετος: -ον, ὁ ἀφεθεὶς ἐλεύθερος, ἀπελεύθερος, Λατιν. manumissus, Σουΐδ.· - τὸ ῥῆμα χειραφετέω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χειραφετηθεί, που έχει απαλλαγεί από την εξουσία άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἄφετος «ελεύθερος, απελευθερωμένος» (< ἀφίημι)].