χειρωνακτικός
English (LSJ)
χειρωνακτική, χειρωνακτικόν, of or for handicrafts, mechanical, χ. καὶ βάναυσοι Pl.Ax.368b, cf. Gal.Protr.14; χ. γένος D.Chr.12.69; χ. τέχνη Gal.17(1).521; χ. ἐργασία Sch.B Il.18.468.
German (Pape)
[Seite 1348] ή, όν, zu den Handwerken od. zu dem Handwerker gehörig, ihm geziemend, ὁ χειρ., = Folgdm, καὶ βάναυσοι Plat. Ax. 368 b.
Russian (Dvoretsky)
χειρωνακτικός: ὁ ремесленник, рабочий Plat.
Greek (Liddell-Scott)
χειρωνακτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειρώνακτα, εἰς τεχνίτην ἢ ἐργάτην, χειρ. καὶ βάναυσοι Πλάτ. Ἀξίχο. 368Β· χ. ἐργασία Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 468, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χειρωνακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χειρῶναξ, -ακτος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ.
γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ.).
επίρρ...
χειρωνακτικώς / χειρωνακτικῶς, ΝΜΑ, και χειρωνακτικά Ν
με εργασία τών χεριών.