χειρόβλημα

English (LSJ)

-ατος, τό, and χειρό-βλητον, τό, glossed by δράγματα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόβλημα: τό, καὶ χειρόβλητον, τό, = χειρόβολον, «χειροβλήματα· δράγματα· οἱ δὲ χειρόβλητα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρόβολον, δράγμα
οἱ δὲ χειρόβλητον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βλῆμα (< βάλλω)].

German (Pape)

τό, = χειρόβολον, Hesych.