χειρόσοφος

English (LSJ)

χειρόσοφον, skilled with the hands, esp. gesticulating well, Luc.Rh.Pr.17, Lex. 14, Lesbon. ap. eund.Salt.69:—χειρίσοφος is a f.l.

German (Pape)

[Seite 1346] auch χειρίσοφος, geschickt oder gewandt mit den Händen, bes. gut gesticulirend, übh. = χειρονόμος, Pantomimus, Lesbon. bei Luc. de salt. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile à gesticuler en cadence.
Étymologie: χείρ, σοφός.

Russian (Dvoretsky)

χειρόσοφος: искусно жестикулирующий Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόσοφος: -ον, ὁ σοφὸς ἢ δεξιὸς τὰς χεῖρας, μάλιστα δὲ ὁ καλῶς χειρονομῶν, ὡς τὸ χειρονόμος, Λεσβῶναξ παρὰ Λουκ. π. Ὀρχ. 69, Ρητόρων Διδάσκ. 17, Λεξιφάν. 14· - οἱ ἀντιγραφεῖς ἔχουσι χειρίσοφος, ὅπερ εἶναι μεταγεν. τύπος εὑρισκόμενος ἐν Εὐστ. Πονηματ. 314. 13, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και χειρίσοφος, -ον, ΜΑ
επιδέξιος στα χέρια, κυρίως στον χειρισμό μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + σοφός.