χειρώνακτας
Greek Monolingual
ο / χειρῶναξ, -ώνακτος, ΝΑ
εργαζόμενος με καταβολή της σωματικής δύναμής του, αυτός που εργάζεται με τα χέρια του (α. «οι περισσότεροι κάτοικοι είναι χειρώνακτες» β. «καπήλους τε καὶ χειρώνακτας καὶ ἀγοραίους ἀνθρώπους», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αυτός που καταγίνεται με κάτι («τῶνδε χειρώνακτες... λόγων», Ευρ.)
2. ως επίθ. φρ. «πᾶς ὁ χερῶναξ λεώς» — όλοι οι εργαζόμενοι (Σοφ. και Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἄναξ, -ακτος «κύριος, άρχοντας, βασιλιάς». Κατά μία άποψη, ο ελλ. τ. συνδέεται με το ακκαδ. bēl qāti, αλλά τελικά πρόκειται μάλλον για ανεξάρτητους μεταξύ τους σχηματισμούς].