χερσάνιππος

English (LSJ)

ὁ, unmounted desert-guard, PSI4.399 (iii B. C.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
πεζός φρουρός περιοχής της ερήμου, σε αντιδιαστολή προς τον έφιππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄνιππος «αυτός που δεν έχει άλογο»].