ο, θηλ. χηρευάμενη, Νχηράμενος, χήρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χηρεύω, κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος, πρβλ. ἱστ-άμενος (πρβλ. λεγάμενος, πετάμενος)].