πετάμενος

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
ο πετούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. πετώ σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος του τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουνάμενος, λεγάμενος, σερνάμενος κ.λπ.)].