Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
ο, θηλ. χηράμενη, Ν
χηρευάμενος, χήρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηρ-εύω, κατά τις μτχ. σε -άμενος (πρβλ. λεγάμενος)].
χηράμενος: Anth. part. aor. 1 к χαίρω.