χθονοτρεφής
English (LSJ)
χθονοτρεφές, bred from earth, ἐδανόν A.Ag.1407 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1355] ές, von der Erde, vom Lande genährt, Aesch. Ag. 1381.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nourri par la terre.
Étymologie: χθών, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
χθονοτρεφής: произведенный землей, земной (ἐδανὸν ἢ ποτόν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
χθονοτρεφής: -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που τρέφεται από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμοτρεφής, ὑδατοτρεφής].
Greek Monotonic
χθονοτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.