χιάς

English (LSJ)

χιάδος, ἡ, = Χῖος II, Poll.9.100.

Greek (Liddell-Scott)

χιάς: -άδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. Χῖος ΙΙ.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
ονομασία του παιχνιδιού με τους αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῖος «αστράγαλος» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].