χιασμός

English (LSJ)

ὁ,
A placing crosswise, diagonal arrangement, especially of the clauses of a period, so that the 1st corresponds with the 4th, and the 2nd with the 3rd, Hermog.Inv.4.3; κατὰ χιασμόν Sch.Isoc.12.47.
2 cruciform incision, Antyll. ap. Orib.44.20.32 (-εσμός codd., and so of a noose, Heraclas ap. eund.48.9.2; of a bandage, Heliod. ap. eund. 48.65 tit.).
3 decussation, σκιῶν Cleom.1.9, cf. Nicom.Ar.1.19 (pl.); of nerves, Aret.SD1.7.
4 cancellation of a document, PMasp.151.292 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1355] ὁ, das Bezeichnen mit einem χ, – das Kreuzweisstellen, -legen, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
disposition en croix, particul.
1 t. de rhét. chiasme;
2 t. de méd. incision en croix.
Étymologie: χιάζω².

Russian (Dvoretsky)

χιασμός:χιάζω II, 2] рит. хиазм (крестообразное расположение однородных членов во взаимно связанных предложениях, т. е. 1-4 и 2-3, напр., Τισσαφέρνην μὲν πρῶτον, ἔπειτα δὲ καὶ βασιλέα Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

χῑασμός: ὁ, διάταξις χιοειδής, μάλιστα τῶν προτάσεων περιόδου, ὥστε ἡ α΄ νὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς τὴν δ΄ καὶ ἡ β΄ πρὸς τὴν γ΄, Ρήτορες (Waltz) τ. 3. σ. 157, Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 124 Ὀξ., πρβλ. Λατ. decusis (ἐπειδὴ τὸ Χ= decem, decusso. 2) χιοειδὴς ἐντομὴ ἐν τῇ χειρουργικῇ, Ἀρχ. Χειρουργ. 125.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. χιεσμός Α [[[χιάζω]] (Ι)]
1. χίασμα
2. γραμμ. το χιαστό σχήμα
νεοελλ.
1. ανατ. ή σε σχήμα Χ διασταύρωση ορισμένων ανατομικών στοιχείων
2. γραμμ. το χιαστό σχήμα
3. φρ. «χιασμός πυραμίδων»
ανατ. διασταύρωση τών ινών τών πυραμιδικών νευρικών οδών στο όριο του προμήκους και του νωτιαίου μυελού.