χιλιόχρονος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία χιλίων ετών
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ευχή) χιλιόχρονος και χιλιόχρονη!
να ζήσεις πολλά χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + χρόνος (πρβλ. τρίχρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].