χιμαιράς

English (LSJ)

χιμαιράδος, ἡ, = χίμαιρα (she-goat) 1, Schwyzer 644.16 (Aegae).

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(αιολ. τ.) χίμαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ἀμνάς)].