χιονοειδής

German (Pape)

[Seite 1356] ές, schneeartig, schneeähnlich, – voll Schnee, Sp., wie Nic. Al. 150.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς χιόνα, χιονώδης, Νικ. Ἀλεξ. 150.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με χιόνι, χιονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -ειδής].